πηλακίζω

πηλακίζω
πηλᾰκ-ίζω, etym. of προπηλακίζω, EM669.49, cf. πήλαξ; also found in PSI5.495.9 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηλακίζω — Α ρίχνω λάσπη, πετάω λάσπη εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πηλακίζω που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν μάλλον επινοήθηκε, όπως και ο τ. πήλαξ (< πηλός + επίθημα αξ, ακος) από τους λεξικογράφους προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • πήλαξ — ακος, ὁ, Α ο πηλός, η λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλακίζω] …   Dictionary of Greek

  • πηλακισμός — ὁ, Α [πηλακίζω] ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”